- εὔκολπος
- εὔκολπος, ον,A with beautiful bays, Archestr.Fr.9.3.2 in goodly folds, of a net, AP6.28 (Jul.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εύκολπος — η, ο (ΑΜ εὔκολπος, ον) (για τόπους, ακτές κ.λπ.) αυτός που έχει καλούς κόλπους ή καλά λιμάνια αρχ. μσν. (για δίχτυ) αυτός που έχει ωραίες πτυχές αρχ. (για γυναίκα) αυτή που έχει ωραίο κόλπο («Κύπριδος εὐκόλποιο», Χριστόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ +… … Dictionary of Greek
εὐκόλποιο — εὔκολπος with beautiful bays masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκόλποις — εὔκολπος with beautiful bays masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκόλποισι — εὔκολπος with beautiful bays masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκόλποισιν — εὔκολπος with beautiful bays masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκόλπου — εὔκολπος with beautiful bays masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκόλπῳ — εὔκολπος with beautiful bays masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… … Dictionary of Greek